- σπινθηροβόλος
- -α, -ο1. αυτός που πετάει σπίθες.2. μτφ., λαμπερός: Τη γοήτευσαν τα σπινθηροβόλα μάτια του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σπινθηροβόλος — α, ο / σπινθηροβόλος, ον, ΝΜΑ αυτός που εκπέμπει σπινθήρες νεοελλ. φρ. α) «σπινθηροβόλο σκότωμα» ιατρ. ενδοπτικό φαινόμενο κατά το οποίο παρατηρείται εμφάνιση σκοτεινής κηλίδας με τεθλασμένο φωτεινό περίγραμμα στο οπτικό πεδίο τού ενός ή και τών… … Dictionary of Greek
Σείριος — (Αστρον.). Απλανής αστέρας, ο α του Μεγάλου Κυνός, ο λαμπρότερος των απλανών αστέρων με φαινομενικό μέγεθος 1,8. Ανήκει στον τύπο των λευκών αστέρων και απέχει περί τα 8,4 έτη φωτός από τη Γη. Ο Σ. είναι διπλός αστέρας· η ύπαρξη του συνοδού του,… … Dictionary of Greek
αίθοψ — αἶθοψ ( οπος), ο, η (Α) 1. ο όμοιος με φωτιά, πυρώδης, πύρινος 2. (για μέταλλα) αστραφτερός, λαμπερός 3. (για κρασί) σπινθηροβόλος ή αφρώδης 4. (για καπνό) ο ανάμικτος με φλόγες 5. σκοτεινός, σκούρος 6. ορμητικός, βίαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴθω ή… … Dictionary of Greek
βαρκαρόλα — Μουσική σύνθεση εμπνευσμένη από τα τραγούδια των Βενετσιάνων γονδολιέρηδων. Αποτελείται από μια μελωδία που στην αρχή τραγουδιέται σόλο και συνεχίζεται, όπως το γαλλικό κουπλέ (couplet), από χορωδία που τραγουδάει σε ταυτοφωνία. Κατά τον 19o αι.… … Dictionary of Greek
λαμπρός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βλ. λ. Θεόδωρος. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. * * * ή, ό, θηλ. και ά (AM λαμπρός, ά, όν, θηλ. και ή) 1. αυτός που λάμπει, λαμπερός, φωτεινός, ακτινοβόλος (α. «ο ήλιος είναι σήμερα λαμπρός» β. «ἦν … Dictionary of Greek
σπινθηροβολία — η, Ν 1. εκπομπή σπινθήρων, σπιθοβόλημα 2. εκπομπή φωτεινών ακτίνων, φεγγοβολή 3. φρ. «σπινθηροβολία αστέρα» αστρον. το φαινόμενο τής ταχύτατης μεταβολής τού χρωματισμού και τής λαμπρότητας ενός αστέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπινθηροβόλος. Η λ.… … Dictionary of Greek
σπινθηροειδής — ές, ΜΑ 1. όμοιος με σπινθήρα 2. σπινθηροβόλος («ἐναύσματα σπινθηροειδῆ», Γρηγ Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σπινθήρ, ῆρος + ειδής*] … Dictionary of Greek
φλογόεις — εσσα, εν, Α 1. αυτός που εκπέμπει φλόγες («[Δία] φλογόεντα, πυρίβρομον», Ορφ. Ύμν.) 2. (για μάτια) σπινθηροβόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek